κτηματομεσίτης

κτηματομεσίτης
ο
μεσίτης αγοραπωλησίας ακίνητων κτημάτων, που αμείβεται για κάθε συναλλαγή η οποία γίνεται με τη μεσολάβησή του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆμα, -ατος + μεσίτης. Η λ., στον τ. κτηματομεσῖται, μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εφημερίς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κτηματομεσίτης — ο ο μεσίτης για τις αγοραπωλησίες χτημάτων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κτηματομεσιτικός — ή, ό [κτηματομεσίτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κτηματομεσίτη («κτηματομεσιτικό γραφείο») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”